- ψύρα
- ἡ, Μεσφ. γρφ. τού τ. ψείρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψύρα — Psyra neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψύρα — τὰ, καὶ Ψύρα και Ψυρίη, ἡ, Α 1. το γνωστό με τη σημερινή ονομασία Ψαρά νησί 2. παροιμ. (στον Κρατίν.) «Ψύρα τὸν Διόνυσον ἄγοντες» και «Ψύρα τε τὴν Σπάρτην ἄγεις» δήλωνε ευτέλεια και ασήμαντη ποσότητα … Dictionary of Greek
ψύρων — ψύρα Psyra neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυρίς — ίδος, ἡ, Α [Ψύρα] (κατά τον Ησύχ.) φρ. «ψυρὶς γῆ» άγονη γη, όπως αυτή τής νήσου Ψύρα* … Dictionary of Greek
Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 … Dictionary of Greek
ПСИРА — • Psyra, τὰ Ψύρα, н. Инсара, остров на северо западе от Хиоса, в 50 стадиях от него, с городом того же имени и с известным храмом в честь Вакха. Strab. 14, 645 … Реальный словарь классических древностей
Псарская резня — Картина Николаоса Гизиса, изображающая бегство выживших псаритян с разрушенного остро … Википедия